- προτειχίζω
- ΝΑ [τειχίζω]κτίζω τείχος μπροστά από κάτι άλλο, προκαλύπτω κάτι με προτείχισμα ώστε να τό υπερασπιστώαρχ.μτφ. εξασφαλίζω («προτειχίζει σε πάντοθεν», Βασ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προτειχίζω — προτείχισα, προτειχίστηκα, προτειχισμένος, σηκώνω μπροστά τείχος, προκαλύπτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτειχίζει — προτειχίζω protect by a wall pres ind mp 2nd sg προτειχίζω protect by a wall pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφινώ — (Α κοφινῶ, όω) [κόφινος] νεοελλ. προτειχίζω οχύρωμα με κοφίνια γεμάτα χώμα ή καλύπτω κάτι με κοφίνια αρχ. παθ. κοφινοῡμαι, όομαι καλύπτομαι με κοφίνι … Dictionary of Greek
προτείχιση — η, Ν [προτειχίζω] η κάλυψη με προτείχισμα … Dictionary of Greek
προτείχισμα — το, ΝΑ [προτειχίζω] οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος νεοελλ. ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος τού φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό τής νήσου τού εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα … Dictionary of Greek
προτείχιση — η η πράξη του προτειχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτείχισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του προτειχίζω. 2. τείχος που χτίζεται μπροστά από άλλο χτίσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)